- φωτότυπο
- το, Ν(φωτογρ.) ορατή και σταθερή φωτογραφική εικόνα, αρνητική ή θετική, παραγόμενη ύστερα από φωτογράφηση και επεξεργασία φωτοπαθούς γαλακτώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -τυπο, ουδ. του -τυπος (< τύπος), πρβλ. στιγμιό-τυπο].
Dictionary of Greek. 2013.